- Ἡσίοδ'
- Ἡσίοδε , Ἡσίοδοςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek
θυνέω — (Α) (μόν. στον παρατ. ἐθύνεον, στον Ησίοδ.) ορμώ, εφορμώ, σπεύδω (α. «δελφῑνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον», Ησίοδ. β. «ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού θύνω*] … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
ετώσιος — ἐτώσιος, ον (Α) (επικ. επίθ.) 1. μάταιος, άσκοπος («βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός», Ομ. Ιλ.) 2. ανωφελής, άχρηστος, περιττός («σὺ δ ἐτώσια πόλλ ἀγορεύσεις», Ησίοδ.) 3. αυτός που δεν έχει φθάσει εις πέρας, ανεκτέλεστος, ατέλειωτος («τὸ δ ἔργον… … Dictionary of Greek
εφέπω — ἐφέπω (Α) Ι. ενεργ. 1. χειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιδέξια, στρέφω, εκσφενδονίζω («ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος», Πίνδ.) 2. κατευθύνω προς κάποιον ή εναντίον κάποιου («Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. εξαναγκάζω κάποιον με τη βία,… … Dictionary of Greek
κάρφω — (Α) 1. ξεραίνω, μαραίνω, κάνω κάτι να ζαρώσει («ἠέλιος χρόα κάρφει», Ησίοδ.) 2. ταπεινώνω κάποιον («σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει Ζεὺς», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίζεται με τη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)krb(h) τής ΙΕ ρίζας* (s)kerb(h) «κάμπτω,… … Dictionary of Greek
μινύθω — (Α) (μόνο στον ενεστ. και στον ιων. πρτ. μινύθεσκον) 1. καθιστώ κάτι μικρότερο, περικόπτω («Ζεὺς δ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε», Ομ. Ιλ.) 2. ελαττώνω κατά τον αριθμό 3. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι («μινύθῃ δὲ τε ἔργον», Ησίοδ.) 4.… … Dictionary of Greek
προπάροιθε(ν) — Α Ι. (πρόθ. συντασσόμενη με γεν.) 1. τοπ. μπροστά από (α. «Σκαιῶν προπάροιθε πυλάων», Ομ. Ιλ. β. «τῆς δ ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι», Ησίοδ.) 2. χρον. πριν από («νομίμων προπάροιθεν», Αισχύλ.) II. (ως επίρρημα) 1. τοπ. μπροστά… … Dictionary of Greek
πυκάζω — και δωρ. τ. πυκάσδω Α [πύκα] 1. (με σημ. τής προστασίας ή υπεράσπισης) σκεπάζω, κρύβω 2. περιβάλλω, ασφαλίζω («νῆα... πυκάσαι τι λίθοισι πάντοθεν», Ησίοδ.) 3. καλύπτω πυκνά, περικαλύπτω, επικαλύπτω (α. «πρίν... πυκάσαι... γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ», Ομ … Dictionary of Greek
στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… … Dictionary of Greek